Τι είναι η υπόταση;
Ως υπόταση θεωρείται όταν η αρτηριακή πίεση είναι κάτω από 90/60 mmHg. Ο πρώτος αριθμός (συστολική πίεση) αναφέρεται στην πίεση όταν η καρδιά συσπάται, ενώ ο δεύτερος (διαστολική πίεση) στην πίεση όταν η καρδιά είναι σε φάση χαλάρωσης.
Συμπτώματα της υπότασης
Η αρτηριακή υπόταση ενδέχεται να συνοδεύεται από πληθώρα κλινικών εκδηλώσεων, οι οποίες εξαρτώνται από τη βαρύτητα της πτώσης της πίεσης και την ικανότητα του οργανισμού να προσαρμόζεται αιμοδυναμικά. Συνήθως παρατηρούνται επεισόδια ζάλης ή αίσθημα αστάθειας, ιδίως κατά τη μετάβαση από καθιστή ή κατακεκλιμένη σε όρθια θέση (ορθοστατική υπόταση). Συχνή είναι και η θολή όραση, πιθανώς λόγω μειωμένης αιματικής ροής στον αμφιβληστροειδή ή στον οπτικό φλοιό. Η γενικευμένη αδυναμία και η εύκολη κόπωση αποτελούν επίσης χαρακτηριστικές εκδηλώσεις, απορρέουσες από τη μειωμένη αιμάτωση των μυών και των ιστών. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστεί προσυγκοπτικό αίσθημα ή πλήρης συγκοπή (λιποθυμία), λόγω εγκεφαλικής υποάρδευσης. Επιπρόσθετα, ναυτία και περιφερική αγγειοσύσπαση, που εκδηλώνεται με κρύα άκρα (χέρια και πόδια), αποτελούν συχνά δευτερογενή συμπτώματα.
Αιτιολογία της χαμηλής αρτηριακής πίεσης
Η αρτηριακή υπόταση μπορεί να προκύψει από ποικίλους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς και συχνά αποτελεί δευτερογενές φαινόμενο σε υποκείμενες διαταραχές. Ένας βασικός αιτιολογικός παράγοντας είναι η αφυδάτωση, κατά την οποία η ελάττωση του ενδαγγειακού όγκου οδηγεί σε ανεπαρκή πλήρωση των αγγείων και πτώση της αρτηριακής πίεσης.
Ενδοκρινικές παθήσεις, όπως η υποθυρεοειδισμός, η πρωτοπαθής επινεφριδική ανεπάρκεια (νόσος του Addison) ή η υπογλυκαιμία, μπορούν επίσης να διαταράξουν την ομοιόσταση και να προκαλέσουν υπόταση. Επιπλέον, η υποσιτιστική κατάσταση ή η ανεπάρκεια βασικών μικροθρεπτικών συστατικών – κυρίως της βιταμίνης Β12 και του φολικού οξέος – μπορεί να επηρεάσει την αιμοποίηση και την αγγειακή λειτουργία.
Φαρμακολογικοί παράγοντες, ιδιαίτερα η υπερβολική χρήση διουρητικών, αντιυπερτασικών ή καρδιοκατασταλτικών σκευασμάτων, μπορούν να συμβάλλουν στην εκδήλωση υπότασης, είτε μέσω μείωσης του όγκου πλάσματος είτε μέσω αναστολής του συμπαθητικού συστήματος. Τέλος, καταστάσεις όπως η σηπτική καταπληξία, η καρδιακή ανεπάρκεια ή οι αρρυθμιογενείς διαταραχές, αποτελούν σοβαρές παθολογικές οντότητες που σχετίζονται με δευτεροπαθή και ενίοτε επικίνδυνη υπόταση.
Πότε η υπόταση χρήζει επείγουσας αξιολόγησης;
Η χαμηλή αρτηριακή πίεση καθαυτή δεν είναι πάντα παθολογική· ωστόσο, όταν συνοδεύεται από επαναλαμβανόμενα ή σοβαρά συμπτώματα, ή εάν σχετίζεται με συστηματική νόσο, απαιτείται άμεση κλινική αξιολόγηση. Σημεία κινδύνου περιλαμβάνουν απώλεια συνείδησης (συγκοπή), διαταραχές επιπέδου συνείδησης, σύγχυση, καθώς και δύσπνοια ή καρδιοαναπνευστική αστάθεια.
Θεραπευτική προσέγγιση και μέτρα υποστήριξης
Η θεραπεία της υπότασης εστιάζει στην αντιμετώπιση της πρωτοπαθούς αιτίας, ενώ η συμπτωματική ανακούφιση επιτυγχάνεται με υποστηρικτικά μέτρα. Η επαρκής πρόσληψη υγρών αποτελεί θεμέλιο για τη διατήρηση του ενδαγγειακού όγκου, ιδίως σε συνθήκες θερμικού στρες ή έντονης φυσικής δραστηριότητας.
Σε επιλεγμένες περιπτώσεις, μπορεί να συνιστάται αύξηση της πρόσληψης νατρίου (π.χ. με τροποποιημένη δίαιτα ή αλατούχα διαλύματα), πάντα υπό ιατρική καθοδήγηση, ιδιαίτερα σε ασθενείς με καρδιολογικά ή νεφρολογικά προβλήματα.
Η συχνή κατανάλωση μικρών και ισορροπημένων γευμάτων, η αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας, και η προοδευτική έγερση από καθιστή ή ύπτια θέση, βοηθούν στην πρόληψη ορθοστατικών επεισοδίων. Σε περιπτώσεις επίμονης ή ιδιοπαθούς υπότασης, ενδέχεται να απαιτηθεί φαρμακευτική παρέμβαση, με χρήση αγγειοσυσπαστικών ή φαρμάκων που αυξάνουν τον τόνο του αυτόνομου νευρικού συστήματος, πάντα με εξειδικευμένη καθοδήγηση.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Η αρτηριακή υπόταση, αν και συχνά καλοήθης και ασυμπτωματική, ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη συστηματικής δυσλειτουργίας ή να επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής του ατόμου. Η στοχευμένη διαγνωστική προσέγγιση, σε συνδυασμό με κατάλληλες προσαρμογές στον τρόπο ζωής και τη διατροφή, μπορεί να οδηγήσει σε ουσιαστική βελτίωση της καθημερινής λειτουργικότητας και της γενικής υγείας.