Γιατί λοιπόν σπαταλάμε τις «παρατάσεις» και πώς μπορεί να αλλάξει αυτό ; Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα απαιτεί κατανόηση του πρώτου ερωτήματος.
Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι χάνουμε το κίνητρο. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα κίνητρα αυξάνονται όταν η απόσταση από τον στόχο μας μικραίνει. Είτε αφορά έναν στόχο πωλήσεων είτε ότι άλλο, όσο πιο κοντά είμαστε στην επίτευξη, τόσο πιο έντονα το κυνηγάμε. Ο γνωστός μηχανισμός μας που φωτίζει τον στόχο νοερά (κυριεύει τη σκέψη και δυναμώνει την προσοχή) όσο πιο πολύ πλησιάζουμε τη γραμμή του «τερματισμού». Κάθε φορά λοιπόν που παρατείνουμε μια προθεσμία, αυξάνουμε την απόσταση και έτσι καθετί φαινομενικά πιο επείγον λαμποκοπάει ενώ ο αρχικός στόχος κρύβεται πολύ πίσω στο μυαλό μας.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η αναβλητικότητα. Στις μέρες μας οι ηλεκτρονικές εφαρμογές αφαιρούν την πίεση της καθημερινότητας διευκολύνοντας ακόμα περισσότερο τους αναβλητικούς. Η συνήθης πρόταση του αναβλητικού «Δεν πειράζει γιατί αποδίδω καλύτερα υπό πίεση», δεν είναι και πολύ αληθής. Κανείς δεν αποδίδει καλύτερα υπό πίεση. Ψυχολογικά δεν βγάζει καν νόημα αυτή η πρόταση καθώς η πίεση είναι ένας τρόπος να πούμε «απλά αρκετός χρόνος για να ολοκληρώσω αυτό που κάνω». Πώς μπορεί ο λιγότερος χρόνος να σε βοηθάει να κάνεις καλύτερη δουλειά ; Είναι σαν να λες ότι είσαι πιο ξεκούραστος όταν κοιμάσαι λιγότερο. Άρα μιλάμε για επάρκεια χρόνου. Κι έτσι είναι πιο ακριβές ένας αναβλητικός να πει ότι δουλεύει ΕΠΕΙΔΗ είναι υπό πίεση και ότι χωρίς πίεση δεν δουλεύει, άρα ο λόγος που παρατείνει τις προθεσμίες είναι αυτός. Και παρόλο που τους βγαίνει πολύ φυσικά, είναι οι πρώτοι που ζητούν παράταση.
Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι είμαστε κακοί κριτές του χρόνου που χρειάζεται μια δουλειά. Κι αυτό το λέμε πλάνη σχεδιασμού, μια τάση να εκτιμάμε λάθος τον χρόνο που χρειαζόμαστε μα διάφορους λόγους και στερεότυπα από πίσω. Ένας είναι ότι δεν ανακαλούμε εμπειρίες από το παρελθόν όταν κάνουμε το πλάνο μας. Άλλος ότι δεν σκεφτόμαστε τις πιθανότητες να έχουμε απρόβλεπτα και όχι τις ιδανικές συνθήκες. Και τελευταίος, δεν λαμβάνουμε υπόψιν όλα τα βήματα της δουλειάς οπότε δεν υπολογίζουμε τον χρόνο που θέλει κάθε ένα προς την ολοκλήρωση. Αν φερριπήν θέλω να βάψω έναν χώρο και κάνω εικόνα στο μυαλό μου το πόσο γρήγορα βάφω με ροδάκι, αφήνω στην άκρη τον χρόνο που χρειάζομαι να μαζέψω ή να σκεπάσω τα έπιπλα, να κολλήσω ταινίες στις υποδοχές και τα παράθυρα, να περάσω με πινέλο τις άκρες και τις γωνίες, κλπ.
Αφήνοντας αυτά έξω από τον προγραμματισμό μας, το πιο πιθανό να βγούμε εκτός. Πάλι! Για να μπορέσουμε λοιπόν να λύσουμε τα δύο πρώτα προβλήματα – της διατήρησης των κινήτρων και της πίεσης για τους αναβλητικούς - πρέπει να μειώσουμε την απόσταση του σημείου που είμαστε τώρα και αυτού που θέλουμε να φτάσουμε. Μια καλή λύση είναι ενδιάμεσες προθεσμίες, σπάζοντας τον μεγάλο στόχο σε μικρούς διακριτούς, κατανεμημένους χρονικά και μεθοδικά. Όμως πρέπει να είναι αληθινές προθεσμίες γιατί αν το να χαθεί δεν είναι και μεγάλο ζήτημα, δεν έχει ουσία και δεν είναι πραγματική προθεσμία. Όσον αφορά το 3ο πρόβλημα, την ώρα του προγραμματισμού πρέπει να είμαστε ευσυνείδητοι για να βεβαιωθούμε ότι είμαστε αφοσιωμένοι. Να σκεφτούμε δηλαδή πόσο χρόνο χρειαστήκαμε στο παρελθόν για κάτι παρόμοιο, να υπολογίσουμε τις απρόβλεπτες παραμέτρους, να δημιουργήσουμε υπό-στόχους εκτιμώντας τον χρόνο για τον καθένα.
Αν δεν δύναται να μπουν ενδιάμεσες προθεσμίες ή δεν μπορούμε να προβλέψουμε τα πιθανά απρόβλεπτα, ας διασφαλίσουμε ότι θα αποφύγουμε κάθε παράταση. Γιατί σε όποια παράταση, δεν δίνουμε περισσότερα αλλά απλά ξοδεύουμε παραπάνω χρόνο !
Θεοδωρακοπούλου Ιωάννα, MSc
Συμβουλευτικός Ψυχολόγος
www.feelwelltoday.com