Η γρίπη των πτηνών είναι μία παλιά, γνωστή ασθένεια, αλλά το HPAI H5N1 έχει έρθει πρόσφατα στο προσκήνιο ως ένα εξαιρετικά παθογόνο στέλεχος, εγείροντας παγκόσμια ανησυχία για τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας.
Αναφορές συμπτωματικών πτηνών και ανεξήγητοι θάνατοι ήρθαν στην προσοχή της British Antarctic Survey (BAS) και το προσωπικό του ερευνητικού σταθμού στο Bird Island συνέλεξε δείγματα για ανάλυση, όπου και εντοπίστηκε το HPAI H5N1.
Η Ανταρκτική φιλοξενεί διάφορα είδη από θαλασσοπούλια, πιγκουίνους και άλλα πτηνά, πολλά από τα οποία δεν τα συναντάμε πουθενά αλλού στη Γη. Αυτά τα είδη συνήθως ζουν σε μεγάλους και πυκνούς πληθυσμούς, ενώ έχουν περιορισμένη φυσική άμυνα στη γρίπη των πτηνών, λόγω της ιστορικής έλλειψης έκθεσης σε αυτήν και έτσι είναι εξαιρετικά ευάλωτα.
Οι ερευνητικές ομάδες της Ανταρκτικής λαμβάνουν επιπλέον μέτρα για την προστασία τους, με προστατευτικό ρουχισμό και μάσκες όταν εργάζονται κοντά σε πτηνά. Ανησυχούν πως η ευκολία μετάδοσης του ιού θα τον φέρει γρήγορα από το Bird Island στην υπόλοιπη Ανταρκτική και φοβούνται για μαζικούς θανάτους πτηνών. Επίσης θηλαστικά όπως φώκιες και θαλάσσιοι λέοντες κινδυνεύουν επίσης από μόλυνση, αλλά και από την έλλειψη τροφής, με τον πληθυσμό τους να μειώνεται σταθερά.
Ο ιός μεταδίδεται με ευκολία σε διαφορετικά είδη πτηνών και το αν θα είναι θανατηφόρος ή όχι εξαρτάται από το στέλεχος του ιού και το είδος του πτηνού. Οι μολύνσεις ανθρώπων είναι σπάνιες, αλλά ο ΠΟΥ έχει ξεκινήσει μελέτες για να εντοπίσει τυχόν αλλαγές στον ιό που μπορεί να τον βοηθούν να εξαπλώνεται πιο εύκολα στα θηλαστικά.
Το ρίσκο για τους ανθρώπους από τον HPAI H5N1 προς το παρόν παραμένει χαμηλό. Από το 1997 έχουν καταγραφεί 898 μολύνσεις ανθρώπων με HPAI H5N1. Μερικές φορές προκάλεσε σοβαρά συμπτώματα, ακόμα και θάνατο, αλλά δεν έχει μεταφερθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο.